ισόγαμος

ισόγαμος
-η, -ο
βιολ. αυτός που πολλαπλασιάζεται με ισογαμία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναδυομένη — (anadyomene). Γένος χλωροφυκών, κυρίως των τροπικών θαλασσών. O φυλλοειδής θαλλός της α. προσηλώνεται στον πυθμένα με τη βοήθεια ριζοειδών. Η εγγενής αναπαραγωγή είναι ισόγαμος και παρατηρείται ισομορφική εναλλαγή γενεών. Το κυριότερο είδος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”